- άσπαρτος
- -η, -ο (AM ἄσπαρτος, -ον) [σπείρω](για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτενεοελλ.1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια»)2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, τοτο φυτό ερύγγιο το πεδινό, το βοτάνι της αγάπης, το μοσκάγκαθοαρχ.-μσν.1. αυτός που δεν αναπαράγεται με σπορά, ο αυτοφυής2. αποδίδεται στην παρθενική γέννηση του Χριστού («τὰς ἀσπάρτους ὠδίνας»)3. α) ο ακαλλιέργητος, ο βάρβαροςβ) μτφ. αυτός που δεν έχει δεχθεί τον σπόρο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου («ἄσπαρτον γένος»).
Dictionary of Greek. 2013.